Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΣΤΟ 2ο ΔΗΜ. ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ



ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ Ε΄1 ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ  ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

ΚΑΤΟΧΗ 


ΑΦΗΓΗΤΗΣ :  Έμπαινε η άνοιξη ! Όμως την Ελληνική ψυχή την ίσκιωνε κρυφή έγνοια . 
Η χώρα βρισκόταν κάτω από το ασήκωτο βάρος της Γερμανοκρατούμενης    Ευρώπης .ΟΛΟΜΟΝΑΧΟΙ.  Ο Χίτλερ βιαζόταν να καταλάβει την Ελλάδα. Σκοπός του το αποτελεσματικό χτύπημα της Ρωσίας Τον Απρίλη του 1941 το ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει , με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά δυνάμεις του κόσμου . ΙΤΑΛΙΑ – ΓΕΡΜΑΝΙΑ . Το μέτωπο καταρρέει ! Η στιγμή ήταν πολύ μεγάλη . Όλοι το ‘νιωσαν .
ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Ρούπελ – Μνημείο του μεγάλου αντιφασιστικού αγώνα. Εκεί οι Γερμανοί έπειτα από τις πρώτες επιθέσεις αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν . Ενώ το φίδι απλώνεται γύρω από το οχυρό  ο Έλληνας διοικητής δεν παραδίδεται , εφόσον ακόμη και ένας στρατιώτης μπορούσε να μείνει στο οχυρό .

Σε λίγο όμως παραδίδεται και οι μάχες τελειώνουν .

Ο Χίτλερ θα πει : Ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία . Συνθηκολόγησε  μόνο όταν η εξακολούθηση της αντιστάσεως δεν ήταν πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα  λόγο .

 ΑΦΗΓΗΤΗΣ :  Οι στρατιώτες όσοι απόμειναν επιστρέφουν στα χωριά τους . Είναι ξυπόλυτοι με πόδια πρησμένα και μακριές , βρώμικες γενειάδες .

Τώρα θα  βρουν ένα φως ένα σπίτι , ένα στρωμένο τραπέζι , θ ‘   ακούσουν το νεράκι να τρέχει στη βρύση .

Τρώνε με μεγάλες μπουκιές ,γεμίζουν το στόμα κρασί και σωπαίνουν ………
Αυτό είναι όλο ……………Ύστερα  θυμούνται φίλους , που δε θα γυρίσουν ποτές , που απομείνανε για πάντα κει πέρα , το Θοδωρή ,που τους έκανε τα πιο νόστιμα χωρατά….

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : -Καθόμαστε σ’ ένα λαγούμι , καμπουριασμένοι με τα χέρια στα σκέλια, χωρίς ψωμί , χωρίς τίποτα . Είχαμε δέκα ώρες ασάλευτοι και το πολυβόλο χτυπούσε αδιάκοπα .

Ακούσαμε τη βρύση να μουρμουρίζει . Παιδιά , τα παγούρια σας, ξεφώνισε ο Θοδωρής και πεταχτήκαμε όξω .Πήρε τα παγούρια στην αγκαλιά του και σύρθηκε σαν το φίδι ίσαμε πέρα , στο βράχο . Μα το πολυβόλο ξανάρχισε :Θοδωρή , του φωνάζαμε , Θοδωρή ! Σου άρεσε αυτό το αστείο ;

  Δεν μπορέσαμε να ακούσουμε τίποτα . Ήρθε η νύχτα . Ο Θοδωρής βογγούσε στη ρίζα του βράχου , με τα παγούρια ολόγυρά του αδειανά.
Μια δρασκελιά παραπέρα ήταν η βρύση . Δεν προφτάσαμε καλά , καλά να νιώσουμε τι είχε γίνει  και είδαμε τα μάτια του Θοδωρή ολάνοιχτα να κοιτάζουν τον ουρανό . Πήγαμε στη βρύση και ήπιαμε και για το Θοδωρή και για όλους τους άλλους …..
-Έτσι πεθαίνουν στον πόλεμο ;
-Κι έτσι κι αλλιώς . Μ’ όλους τους τρόπους πεθαίνουν στον πόλεμο .
Με τα χείλη παραπονεμένα που δεν προφτάσανε να πιούνε νερό .

ΑΦΗΓΗΤΗΣ :Αρχίζει η μαύρη περίοδος της κατοχής .
Τέσσερα χρόνια σκλαβιάς και μαρτυρίου για το λαό μας .
Χιλιάδες πεθαίνουν από την πείνα και τη δυστυχία. Χιλιάδες νεκροί από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Γερμανών και των Ιταλών. Όλοι θυσία στο βωμό της λευτεριάς ! Σκοτεινή καταχνιά παντού !

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΚΑΤΑΧΝΙΑ



  Η ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ


ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Πείνα και εξαθλίωση μάστιζε το λαό . Τα τρόφιμα ήταν ελάχιστα, αφού τα περισσότερα τα έπαιρναν οι κατακτητές . Η κατάσταση  στις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα ήταν απελπιστική !
   Ο λαός όμως  δε σκύβει το κεφάλι . Άντρες και γυναίκες και παιδιά αντιστέκονται .

              Αντίσταση κάνανε και τα μικρά παιδιά!
  Τα παιδιά έμειναν ολόκληρους μήνες νηστικά, γύριζαν στους δρόμους , ανακάτευαν τα σκουπίδια για λίγη τροφή και πέθαιναν εκεί χάμω με μια σάπια φλούδα ανθισμένη στο στόμα τους ………


  ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Μερικά παιδιά ήθελαν να ζήσουν .Σκαρφάλωναν πίσω στα Γερμανικά καμιόνια που περνούσαν με τρόφιμα , άρπαζαν δυο ,τρεις κονσέρβες και χάνονταν στους ίσκιους του δειλινού ..
 Οι μανάδες με πρησμένα πόδια από την πείνα ξενοδούλευαν για πενταροδεκάρες .
  Ο πατέρας σκυθρωπός πουλούσε ότι είχε και δεν είχε για ένα κομμάτι ψωμί….




 ΟΙ  ΠΙΤΣΙΡΙΚΟΙ (ΤΟΥ ΔΗΜ.ΨΑΘΑ)


   Γενάρης του  ’42 . Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους .Νομίζεις πως το κρύο , η πείνα και  ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ ‘ τα τρία κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρα  αρχύτερα τον αναιδέστατο αυτό λαό που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό , παρά και να αστειεύεται .    
    Ο  πιτσιρίκος  προπάντων έχει  κέφι  . Γέλα . Φλυαρεί  Πειράζει . Κλείνει  το μάτι  και   χαιρετά  φασιστικά τους  Ιταλούς  , ξεροβήχει όταν  περνάνε  οι   Γερμανοί  κορδώνεται  και  κάνει  την   περπατησιά τους  .Ο φόβος  είναι  πράγμα  άγνωστο ,το  αστείο η  ζωή  του .


…..Βραδάκι στο Ζάππειο . Ένα τεράστιο Γερμανικό φορτηγό είναι σταματημένο και έχει τα φώτα του αναμμένα .Ο  γερμανός  σκοπός έχει  οργανώσει την άμυνά του για την περίπτωση επιδρομής των σαλταδόρων . Έχει τα μάτια του δεκατέσσερα . Γιατί εκείνοι χυμούν σαν αετοί ακριβώς τη στιγμή που δεν τους περιμένεις και οι ρεζέρβες κάνουν  φτερά . Μια αδιάκοπη απειλή είναι το τραγούδι τους .
 Να σαλτάρω , να σαλτάρω ,
τη ρεζέρβα να του πάρω !
  Τα ξέρει αυτά ο κάθε γερμανός που του εμπιστεύτηκαν αυτοκίνητο , γιατί πολλά είδαν και πάθαν όλοι τους από τους σαλταδόρους . Αλλά  κι ο κίνδυνος των πιτσιρίκων  δεν είναι μικρός . Ένας ακήρυκτος  πόλεμος  υπάρχει ανάμεσα στα θηρία και στα αλητάκια της Αθήνας. Η πονηριά είναι το όπλο τους .                    
  Το  βράδυ  λοιπόν εκείνο  ένα παιδάκι  ξυπόλυτο  και με κουρελιασμένα  ρούχα  πλησιάζει στο  παλιό  φανάρι   του  αυτοκινήτου  κρατώντας  στο  χέρι του ένα  τσιγάρο και  προσπαθεί να  το  ανάψει με το φως του φαναριού . Ο Γερμανός  απορεί . …Τι κάνει ο μικρός ;
Το παιδί του λέει : <Καμαράτ, ανάψω σιγαρέτ ;>
Ο γερμανός ξεκαρδίζεται στα γέλια . Τι κουτοί που είναι οι πιτσιρίκοι στο Ελλάντα! Αν είναι δυνατόν να ανάψει το τσιγάρο του απ’ το φανάρι του αυτοκινήτου και τον κάνει χάζι. Ο μικρός του λέει: Το λοιπόν άκου να δεις μάγκα . Αν εγώ νιξ ανάψει το τσιγάρο απ’ το φανάρι , εσύ εμένα καρπαζά . Κλαπ ! Αν εγώ ανάψει τσιγάρο απ’ το φανάρι , εγώ εσένα καρπαζά. Κλαπ!
  Ντεν καταλαβαίνει . Ο γερμανός βγάζει τον αναπτήρα . Τον ανάβει και δίνει φωτιά στον πιτσιρίκο . Αλλά ο πιτσιρίκος του κάνει χωρατά . Φου και σβήνει τον αναπτήρα . Γελά ο σκοπός …Τι παιχνιδιάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα! Ξανανάβει τον αναπτήρα .Τον απλώνει . Πλησιάζει το μούτρο του ο πιτσιρίκος , φέρνει κοντά το τσιγάρο του , κάνει τάχα πως ανάβει , ύστερα απότομα πάλι φου και ξανασβήνει τον αναπτήρα . Ξεκαρδίζεται ο γερμανός : Χο-χο- χο ! Χα-χα-χα!
Κουτοί και πεισματάρηδες που είναι οι πιτσιρίκοι στην Ελλάδα ! Ένας πελώριος γερμανός νιώθει την απέραντη υπεροχή του απέναντι σ ‘ αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα και καθώς το βλέπει να τραβάει πάλι στο φανάρι για ν΄ ανάψει , βρίσκει πως έχει δίκιο ο Χίτλερ να βραχνιάζει πως οι Γερμανοί είναι έξυπνος λαός ,που προορίστηκε από τη Θεία πρόνοια να  καβαλήσει όλους τους λαούς που είναι κουτοί. Αλλά το αστείο παρακρατά κι ο μικρός ανάβει επιτέλους τον αναπτήρα :
-  Τάκενσεν!
-   Αφίτερζεν .
Κι ο γερμανός με το χαμόγελο στο κρύο του πρόσωπο κοιτά τον πιτσιρίκο που χάνεται μες το σκοτάδι . Ύστερα ετοιμάζεται πάλι να ξαναρχίσει τις βόλτες του γύρω από το αυτοκίνητο .
  Αλλά όταν φτάνει στο πίσω μέρος γουρλώνει τα μάτια . Κομμάτια ξεβιδωμένα , λάστιχα κατατρυπημένα , κομμάτια που λείπουν , σωστή καταστροφή . Και τότε μόνο καταλαβαίνει : Γιατί άδειασαν το  καμιόνι με τις κονσέρβες .
-Αχ  ζοντόβολα .
Λυσσά . Γαβγίζει .Τραβά το πιστόλι . Αλλά οι πιτσιρίκοι –γιατί ήταν ολόκληρη παρέα που μοίρασε τη δουλειά του σαμποτάζ- έγιναν άφαντοι............


  ΑΦΗΓΗΤΗΣ :Οι Έλληνες αντιστέκονταν κι ας έσβηναν νωρίς τα φώτα όπως νωρίς έκλειναν και οι πόρτες . Πανταχού  παρών ο θάνατος !Θερίζεται η φυλή μας. Η Ελλάδα θερίζεται ……………

Εμείς βλέπαμε το δρόμο. Το σπίτι μας είχε χαμηλώσει μες στη σκλαβιά και τα βράδια δεν έμενε παρά μόνο το υπόγειο. Εκεί κάτω μαζευόμαστε. Ανοίγαμε  το  φεγγίτη  και  κοιτάζαμε  όξω  τη  ζωή,  πόσο  πικραμένα  περπατούσε .
                                    

-Το Γερμανικό κανόνι περνούσε αργότερα. Λέγανε πως πήγαινε κάθε-τέτοια ώρα στο στρατόπεδο, διάλεγε μια ομάδα κρατουμένους και τα χαράματα τους έπαιρνε και τους άδειαζε στο Πλατανόδασο. Εκεί τους
  περίμενε   ένα   μόνιμο   απόσπασμα.
             Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια (τραγούδι)



ΚΑΤΟΧΗ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ :Κοχλάζει η πολιτεία …καίγονται τα βουνά !
Αδειάζουν ..γεμίζουν δε χωράνε οι φυλακές .
 Περισσεύουν οι πατριώτες !!!
Απ’  όλους τους δρόμους κατεβάζουνε φάλαγγες .Γιομίζουν τα τρένα για εκεί που σκοτεινιάζει ο ουρανός ….Και φορτώνουν τα τρένα τις λυγερές και τα παλικάρια μας .Άραγε θα σας ξαναδούμε ;
Άραγε θα μας ξαναδείτε ;
Και φεύγουν τα τρένα .


ΕΝΑΣ ΞΥΛΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ (ΤΡΑΓΟΥΔΙ)


                          Η ΚΑΤΑΧΝΙΑ ΔΙΑΛΥΘΗΚΕ



ΑΦΗΓΗΤΗΣ :  
Και η καταχνιά περνάει τις τελευταίες της ώρες. Το αίμα έχει κάνει
αυλάκι και τρέχει κάτω από τη γη και ποτίζει τα δέντρα.
Και ξημερώνει η άγια μέρα που περιμένανε. Και οι μάνες με τις μαύρες,  μαντίλες, κόβουν πανιά, ρά6ουν πρόχειρες σημαιούλες και τις κρεμούν  στα  παράθυρα  των  μικρών  τους  σπιτιών  που   χώρεσαν  τη   λευτεριά
Κοιτάνε κλαίγοντας τον ήλιο που λάμπει.
Βγαίνουν   στους   δρόμους   κι   αυτές   μαζί   μ' όλον   τον   κόσμο   που  πανηγυρίζει-βουίζει και κοιτάνε να βρουν και ρωτάνε να μάθουν: είναι  όλοι εδώ; κι ο Πέτρος; κι ο Κώστας; κι ο Αντώνης;
Τρέχουν να βρουν τους τάφους. Να τους  πουν  πως ξημέρωσε.  Πως  διαλύθηκε η καταχνιά και πως ξαναβγήκε ο ήλιος.
Και γονατίζουν με τις αγκάλες τους γεμάτες λουλούδια σ' έναν ξύλινο  σταυρό.
Ήταν σαν ν' άνοιξε μια πλατιά και μακριά λεωφόρος που φώτιζε  ο  ήλιος.
Κι όπως τα πλήθη πορεύονταν κατά κύματα, έμοιαζαν οι σημαίες με  ποτάμι πολύχρωμο.
 Κουνιόταν    η    λεωφόρος    που    οδηγούσε    προς    την    ειρήνη    κι  ακουγόντουσαν οι καρδιές με τις καμπάνες και με τις σάλπιγγες. Και η  βουή ολοένα μεγάλωνε, γιατί ακούγονταν και οι καρδιές.  Ποτέ πόλεμος πια. Ποτέ πόλεμος πια.            


 ΠΟΙΗΜΑ :  ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ
 Σε σας που ένα πρωινό
σας ξύπνησαν οι σειρήνες
 και μ΄ ένα χαμόγελο πλατύ
ντυθήκατε μες το χακί
για να φυλάξετε τις Θερμοπύλες!


Σε σας που ένα πρωινό
 ήρθαν της μοίρας τα γραμμένα
δείξατε το στήθος στον εχθρό
κι από ένα βόλι φονικό
 τα νιάτα σας έγιναν άνθη κομμένα !


Σε σας που ένα πρωινό,
με τις μαντίλες τυλιγμένες
πάνω σε σωρούς πατήσατε
κι εφόδια κουβαλήσατε ,
στα κακοράχια μαθημένες !


Σε σας που ένα πρωινό , 
 στεκόσασταν σε κάποια άκρη
το βλέμμα πάγωσε κι αυτό ,
η σβάστικα ήταν στον ιστό,
στο μάτι πρόβαλε ένα δάκρυ.



Σε σας που ένα πρωινό ,
φιλώντας τσίλιες στη γωνία
με την κλεμμένη την μπογιά,
γεμίσατε μια γειτονιά,
παντού γραμμένο :Ελευθερία!


Σε σας που ένα πρωινό ,
 διαβάτες σε στενό δρομάκι
μαζέψατε νεκρά κορμιά,
σκελετωμένα τα παιδιά
κι έσφιξε τ’ άδειο σας στομάχι !


Σε σας που ένα πρωινό,
βγάλατε απ’ τα υπόγεια τη σημαία
στο δρόμο όλοι μια παρέα
και φωνάξατε: ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!


Τιμή και δόξα στους νεκρούς μας !!!!
Τιμή και δόξα στους αγωνιστές της λευτεριάς!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: